λοχή — λοχή, ἡ (Α) η λόχμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λόχος, κατά τα θηλ. σε ή] … Dictionary of Greek
λόχη — και λόγχη, η 1. φωτιά, φλόγα, γλώσσα φωτιάς («τση Κόλασης τη λόχην», Ερωφ.) 2. ζέστη, θερμότητα («ευρίσκετο ο Ρωτόκριτος μέσα στο ναι κ εις τ όχι ώρες σ αέρα δροσερό κι ώρες ς φωτιά κ εις λόχη», Ερωτόκρ.) 3. φως, λάμψη 4. κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
SCORPIUS seu SCORPIO — SCORPIUS, seu SCORPIO unum ex XII. Zodiaci signis, quod a Sole subitur pridie Idus Octobris. Oritur autem eôdem tem pore, quô Orion occidit. Qui Astronomicum poeticum conscripserunt, hunc eum volunt fuisse Scorpium, qui Orionem interemit, cum… … Hofmann J. Lexicon universale
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek